πολύγραμμος

πολύγραμμος
-η, -ο / πολύγραμμος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που είναι σημειωμένος με πολλές γραμμές
2. αυτός που αποτελείται από πολλές γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύ-γραμμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύγραμμος — marked with many stripes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύγραμμοι — πολύγραμμος marked with many stripes masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… …   Dictionary of Greek

  • ερυθρόγραμμος — ἐρυθρόγραμμος, ον (Α) αυτός που έχει κόκκινες γραμμές («ἐστι δὲ πολύγραμμος καὶ ἐρυθρόγραμμος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + γραμμος < γραμμή] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολύγραμμα — neut nom/voc/acc sg πολύγραμμος marked with many stripes neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”